χιονότριχος

χιονότριχος
-η, -ο, Ν
χιονόμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + -τριχος (< τρίχα), πρβλ. γουρουνό-τριχος, λευκό-τριχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Μάριο Ανδρίκεβιτς, Κυκλαδίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”